- μαρίδα
- Κοινή ονομασία περκόμορφων ψαριών του γένους Spicara της οικογένειας των κεντρακανθιδών. Πρόκειται για ψάρια μικρού μεγέθους, μέχρι 20 εκ., με επίμηκες και πλευρικά πεπιεσμένο σώμα.
Στις ελληνικές θάλασσες, αλιεύονται η κοινή μαρίδα (Spicara flexuosa), γνωστή και ως τσέρουλα, και η μαύρη μαρίδα (Spicara smaris), περιζήτητη για το νόστιμο κρέας της. Η πρώτη έχει γκρίζο ανοιχτό χρώμα, ενώ η δεύτερη μαυριδερό.
* * *και σμαρίδα, η1. ζωολ. κοινή ονομασία περκόμορφων ιχθύων τού γένους maena και ιδίως τού είδους Maena smaris, καθώς και άλλων μικρόσωμων ψαριών2. (κατ' επέκτ.) σμήνος μικρών ψαριών3. μτφ. πλήθος μικρών παιδιών, παιδολόι.[ΕΤΥΜΟΛ. < *σμαρίδα < αρχ. σμαρίς* (πρβλ. μία < *σμία). Για ετυμολ. βλ. λ. σμαρίς].
Dictionary of Greek. 2013.